- αντάμωση
- ησυνάντηση, αντάμωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντάμωμα — αντάμωμα, το και αντάμωση, η η συνάντηση: «Kαλή αντάμωση» (ευχή σε κάποιον που φεύγει να ξαναγυρίσει γερός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντάμωμα — το αντάμωση, συνάντηση … Dictionary of Greek
εντάμωση — η αντάμωση … Dictionary of Greek
συνάντηση — η / συνάντησις, ήσεως, ΝΑ [συναντῶ] το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία») νεοελλ. 1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση») 2. φρ. α) «συνάντηση… … Dictionary of Greek
ωρεβουάρ — Ν άκλ. (ξεν.) καλή αντάμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. au revoir «στο επανιδείν»] … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek